- υποτροφή
- ἡ, ΜΑβαθμιαία παροχή για συντήρηση, διατροφή («ἐφόδια εἰς τὴν τῆς σωμασκίας ὑποτροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν», Ιάμβλ.)μσν.μικρή ποσότητα τροφήςαρχ.(για φυτό) ανάπτυξη, βλάστηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + τροφή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποτροφή — supply of nourishment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτροφήν — ὑποτροφή supply of nourishment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτροφῆς — ὑποτρέφω rear pres ind act 2nd sg (epic doric) ὑποτροφή supply of nourishment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)